νεύρο

νεύρο
το (ΑΜ νεῡρον)
1. συν. στον πληθ. τα νεύρα
βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ' ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ' ετέρου, και πρός τις δύο κατευθύνσεις
2. το λευκό και στιλπνό άκρο τού μυός με το οποίο αυτός προσκολλάται στο οστό, ο τένοντας («τὰ νεῡρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι», Πλάτ.)
3. μτφ. το ουσιώδες στοιχείο πράγματος ή κατάστασης το οποίο είναι απαραίτητο για την κίνησή του ή για την εκτέλεση τής λειτουργίας για την οποία είναι προορισμένο («τἄπη, τὰ μέλη, τὰ νεῡρα τῆς τραγῳδίας», Αριστοφ.)
4. φυτική ίνα («ὁπόσα φυτῶν νεῡρα κατὰ λόγον εἴπωμεν», Πλάτ.)
5. χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου, νευρά
νεοελλ.
1. μτφ. φυσική ρώμη, δύναμη, ζωτικότητα («είναι όλος νεύρο»)
2. φρ. α) «έχω τα νεύρα μου» ή «είμαι στα νεύρα μου» — βρίσκομαι σε νευρική ταραχή, είμαι εκνευρισμένος
β) «μού δίνει στα νεύρα» ή «μέ χτυπάει στα νεύρα» — μέ εκνευρίζει
γ) «μέ πιάνουν τα νεύρα μου» — εκνευρίζομαι, νευριάζω, εξοργίζομαι
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. το νευρικό σύστημα
μσν.
1. μυώνας
2. είδος θαλασσινού
μσν.-αρχ.
το πέος
αρχ.
1. επιβολή, δύναμη, δραστικά μέτρα εναντίον κάποιου
2. η χορδή τής σφενδόνας
3. έμβολο πολιορκητικής μηχανής
4. φρ. «νεῡρον ἔναιμον» — η φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νεῦρον ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *snē- «συναρμόζω νήματα, γνέθω» (πρβλ. νέω [ΙΙ] γνέθω») και εμφανίζει θέμα σε *wer- / n- (πρβλ. αρχ. ινδ. snāvan «τένοντας» και αβεστ. snāvarә «τένοντας»). Η λ. συνδέεται επίσης με λατ. nervus «νεύρο, τένοντας», τοχαρ. Β' snaura, αρμεν. neard «τένοντας, χορδή». Παράλληλα με το ουδ. νεῦρον μαρτυρείται και τ. θηλυκού νευρά / -ή «χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου» με σημ. πιο περιορισμένη από εκείνην τού νεῦρον. Ο ποιητικός τ., εξάλλου, νευρειή παραμένει δυσερμήνευτος, παρ' ότι έχει θεωρηθεί αναλογικός σχηματισμός τού ἐγχείη «δόρυ». Το ζεύγος νεῦρον / νευρά μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τών φῦλον / φυλή, όπου και πάλι το ουδ. έχει ευρύτερο σημασιολ. περιεχόμενο από το θηλ. Η λ. νεῦρον, τέλος, με τη σημ. τού αισθητηρίου οργάνου χρησιμοποιήθηκε σχετικά μεταγενέστερα ως ιατρικός όρος (βλ. και λ. νευρ[ο]-*).
ΠΑΡ. νευράς, νευρικός, νευρώδης, νευρώνω
αρχ.
νευρίζω, νεύρινος, νευρίον, νευρίτης (II)
νεοελλ.
νευριάζω, νευρίδιο, νευρίνη, νευρίτης (Ι), νευρίτιδα, νευριτικός, νευρώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νευροειδής, νευρόσπασμα, νευρόσπαστος
αρχ.
νευρόθλαστος, νευρόκαυλος, νευροκοπώ, νευρομήτραι, νευρόνοσος, νευρόπαχυς, νευροποιητικός, νευρορ(ρ)άφος, νευροσιδηρούς, νενροσπαδης, νευροστασία, νευροσύμφορος, νευροτενής, νευροτόμος
αρχ.-μσν.
νευροβάτης, νευρότρωτος
μσν.
νευρότμητος, νευροφάγος, νευροχαλαστικόν, νευροχονδρώδης. (Για συνθ. με Α' συνθετικό νεύρο που χρησιμοποιούνται στην επιστημον. ορολογία βλ. λ. νευρ[ο]-). (Β συνθετικό σε -νευρον) αρχ. επίνευρον, πολύνευρον
νεοελλ.
βούνευρο(ν). (Β' συνθετικό σε -νευρος) άνευρος
αρχ.
έκνευρος, κατάνευρος, λεπτόνευρος
νεοελλ.
πολύνευρος, τρίνευρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεύρο — το 1. σύνολο νευρικών ινών. 2. δύναμη, ζωτικότητα: Άνθρωπος με νεύρο. 3. μέσο κίνησης, δράσης: Τοχρήμα είναι το νεύρο του εμπορίου. 4. φρ., «Έχω τα νεύρα μου», βρίσκομαι σε κατάσταση νευρικής ταραχής· «Mου χτυπάει στα νεύρα», με ενοχλεί πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέσο νεύρο — Νεύρο στο χέρι, που ελέγχει τις κινήσεις των μυών του πήχη και του άκρου χεριού και μεταβιβάζει την αίσθηση από ένα τμήμα του χεριού …   Dictionary of Greek

  • ισχιακό νεύρο — Το πιο μακρύ νεύρο του σώματος. Εκτείνεται από την κάτω άκρη του νωτιαίου μυελού και μέσω των γλουτών και έπειτα μέσω της κνήμης φθάνει στο πέλμα …   Dictionary of Greek

  • ακουστικό νεύρο — Τμήμα του κρανιακού νεύρου, που συνδέει τα αφτιά με τον εγκέφαλο. Μεταβιβάζει σήματα που σχετίζονται με την ακοή …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικό νεύρο — Κλάδος του άνω γναθικού νεύρου ο οποίος, μέσα από το υποκόγχιο σχίσμα, φτάνει στο εξωτερικό τοίχωμα της οφθαλμικής κόγχης και, κατόπιν, διέρχεται από τον ζυγωματικό πόρο. Από το σημείο αυτό, το ζ.ν. διακλαδίζεται στο ζυγωματοκροταφικό, που… …   Dictionary of Greek

  • νευριάζω — [νεύρο] 1. (μτβ.) εκνευρίζω, εξοργίζω, ερεθίζω κάποιον 2. (αμτβ.) εκνευρίζομαι, θυμώνω, εξοργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • αισθητικότητα — Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα.… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”